- σουβλία
- σουβλίονsubulaneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σουβλιά — σουβλιά, η και σουγλιά, η 1. χτύπημα με σουβλερό αντικείμενο: Μου έδωσε μια σουβλιά με τον αγκώνα του, για να καταλάβω πως πρέπει να σταματήσω τη φλυαρία μου. 2. δυνατός πόνος: Ένιωθε σουβλιές σε όλο του το κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… … Dictionary of Greek
SUBULA — quasi SUIBULA, a SUENDO, Sutotis instrumentum, de quo Martialis l. 3. Epigr. 16. v. 1. in Cerdonem, qui, nescio quô casu amplas divitias adeptus, eo insaniae devenerat, ut Gladiatoriae munera Populo daret, sic invehitur: Das Gladiatores, Sutorum… … Hofmann J. Lexicon universale
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κεντιά — η [κεντώ] 1. κέντηση 2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά 3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα 4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα … Dictionary of Greek
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek
σουβλέα — ἡ, Μ βλ. σουβλιά … Dictionary of Greek
σουγλιά — η, Ν βλ. σουβλιά … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
κεντιά — η 1. κέντηση, σουβλιά: Του ’δωσε μια κεντιά με τη βελόνα. 2. πειραχτικός λόγος: Του πέταξε μια κεντιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)